Κυρίες και κύριοι
Διάβασα και στο blog σας το χιουμοριστικό e-mail με τη “βερέμειο” ιστορία. Θα μου επιτρέψετε, όμως, να σας πω ότι αυτές οι απόψεις έχουν καταχωρισθεί και σε εγνωσμένου κύρους επιστημονικά συγγράμματα τα οποία έχουν εκδοθεί πριν από δεκάδες χρόνια. Απλώς, η δύναμη της τηλεοπτικής εικόνας και η κυκλοφορία στα περίπτερα της πεντάτομης ιστορικής σειράς του ΣΚΑΙ έκανε ορισμένους να απορήσουν … για όσα είναι γνωστά και αυτονόητα στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ. Αν, όμως, κάποιοι είχαν κάνει τον κόπο να ανατρέξουν και σε άλλα βιβλία Ελλήνων και ξένων συγγραφέων θα είχαν διαπιστώσει ότι αυτές τις απόψεις τις ενστερνίζονται σχεδόν όλοι οι σοβαροί πανεπιστημιακοί και ιστορικοί ερευνητές.
Ας πάρουμε για παράδειγμα την τέταρτη γελοιογραφία που έλεγε:
1800 – 1820: Οι πεφωτισµένοι διαφωτιστές φωτίζουν τοπικούς πολέµαρχους των βάρβαρων φυλών της νοτίου Βαλκανικής και τους µετατρέπουν σε Έλληνες.
Μα, αυτά αναφέρονται και στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της Εκδοτικής Αθηνών (τόμος , ΙΑ΄, σελίδες 437 – 438) και στο βιβλίο ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ (εκδόσεις Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας) του καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Πασχάλη Κιτρομηλίδη.
Λοιπόν, ο Λέανδρος Βρανούσης (διευθυντής του Κέντρου Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών) γράφει στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, στο κεφάλαιο ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΖΥΜΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ – ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΚΑΙ ΝΕΟΙ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ τα εξής : “Οι διανοούμενοι, κορυφαίοι και ελάσσονες, είναι οι ηγετικοί παράγοντες που κατέχουν και μεταλαμπαδεύουν στο Γένος την προγονική σοφία και τα “φώτα” της Ευρώπης. Το κύρος μέσα στην κοινωνία και η επιβολή τους είναι τεράστια. Ο αρχιδιδάσκαλος των Κυδωνιών Βενιαμήν ο Λέσβιος, την εξόντωση του οποίου έχουν καλά προετοιμάσει οι μηχανορράφοι του συντηρητισμού, έχει αλληλέγγυους στις περιπέτειές του τούς Κυδωνιάτες και ας κινδυνεύει να θεωρηθεί η στάση του ανταρσία. Ειδήσεις ή φήμες για τους διωγμούς του διατρέχουν και αναστατώνουν ευρύτατους κύκλους, από τα μικρασιατικά παράλια ως τις παραδουνάβιες ηγεμονίες και ως το Παρίσι, όπου ανησυχεί και ενδιαφέρεται για την τύχη του ο Κοραής” [...].
Δείτε, όμως, τι γράφει παρακάτω: “Στους βράχους του Σουλίου , όπου το άλφα και το ωμέγα είναι μόνο το καριοφίλι, οι νέοι βλαστοί των Τζαβελαίων και των Μποτσαραίων μαθαίνουν γράμματα. Αναλφάβητοι επαγγελματίες του τουφεκιού και της λείας, αντάρτες των βουνών και κουρσάροι έχουν μάθει ότι η “καλή κοινωνία” τιμά και θαυμάζει τους διαβασμένους. Με την καθοδήγηση του Αθανάσιου Ψαλίδα οι σκληροτράχηλοι εκείνοι ορεσίβιοι, που ήξεραν να πολεμούν μονάχα για τις αετοφωλιές των βουνών τους, πείθονται ότι τώρα ένας γενικότερος αγώνας είχε αρχίσει και ότι η κοινή υπόθεση της ελευθερίας δεν θα κρινόταν πια στους βράχους του Σουλίου και της Χιμάρας, αλλά κρίνεται ήδη στο πολιορκημένο Μεσολόγγι. Προτού του Γένος πιάσει τα άρματα και αναδειχθούν ηγέτες οι πολέμαρχοι, πρωτεργάτες στην υπηρεσία της πατρίδος θεωρούνται και είναι εκείνοι που μοχθούν για μια καλύτερη ελληνική κοινωνία. Ο αρχιδιδάσκαλος, οι ιατροφιλόσοφοι και άλλοι σπουδασμένοι ή διαβασμένοι άνθρωποι που έχουν γνωρίσει τον έξω κόσμο, επιβάλλονται στην κοινή εκτίμηση. Κερδίζουν την κοινή εμπιστοσύνη, γιατί δεν τους βαραίνουν συνήθως υπόνοιες ιδιοτέλειας, εκπροσωπούν το νέο πνεύμα της αλλαγής και διευκολύνουν τα ανερχόμενα κοινωνικά στρώματα να συμμετάσχουν στη διαχείριση των κοινών. Κάθε είδους δυσφορία ή κίνηση των ασθενέστερων κατά των ισχυρών και κατά των κρατούντων σε αυτούς θα βρει ή ελπίζει να βρει συμπαράσταση”.
Από την πλευρά του ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης γράφει στο βιβλίο του (κεφάλαιο Θ΄, Η πολιτειακή σύνθεση, μήτρα για τον εθνικισμό – ενότητα: Η μορφή του πολιτικού σώματος, σελίδες 422 – 425) τα εξής:
“Ο πρύτανης του ελληνικού διαφωτισμού, ο Κοραής, πιθανόν να ένιωσε κάποια ανακούφιση, όταν η Τρίτη Εθνική συνέλευση της επαναστατικής Ελλάδας, που συνήλθε στην Τροιζήνα τον Απρίλιο του 1827, εξέφρασε σε ειδικό επίσημο έγγραφο “ευγνωμοσύνης ενδεικτικό”, το σεβασμό και την εκτίμηση του μαχόμενου έθνους προς τον Κοραή για τους αγώνες του να φωτίσει τους συμπατριώτες του. Το μήνυμα διακήρυσσε προς τον Κοραή ότι το ελληνικό έθνος “καταφιλεί τα χρυσά σου λόγια, τα σοφά σου παραγγέλματα, συνομιλεί με τα βιβλία σου και φωτίζει το πνεύμα και την καρδίαν του, ευχόμενον να μη παύσεις να κοινοποιείς τα αγαθά σου φρονήματα εις τους συμπολίτας σου, συμβουλεύων τα κοινά συμφέροντα”. Η εκδήλωση αυτή συνιστούσε την ωραιότερη στιγμή του Διαφωτισμού. Ένα έθνος που αγωνιζόταν για την ελευθερία του κατακτούσε την αυτοσυνείδησή του, καθιερώνοντας τις επιδιώξεις του διαφωτισμού ως γνώμονα της μοίρας του.
Και στη συνέχεια γράφει πως: ” Η σεμνή δημόσια αναγνώριση των ιδεών του Κοραή από τους εκπροσώπους του ελληνικού έθνους ήταν μια χειρονομία με μεγάλη συμβολική σημασία. Σηματοδοτούσε τον μακρύ δρόμο που είχε διανύσει η ελληνική συλλογική συνείδηση στον αιώνα που έγινε μάρτυρας της εκδίπλωσης των ιδεών του Διαφωτισμού. Η ηγεσία της επαναστατικής Ελλάδας φάνηκε να υιοθετεί μια πολιτική και ιδεολογική θέση που συνεπαγόταν την αναίρεση της πολιτικής θεωρίας η οποία, έναν αίωνα νωρίτερα κατόπτριζε την αποκρυστάλλωση της πολιτικής συνείδησης των πρώτων Φαναριωτών. Υπό την επίδραση των νέων ιδεών που έρχονταν από τη φωτισμένη Ευρώπη, οι νεότεροι Έλληνες έφτασαν να προσδιορίσουν τους εαυτούς τους ως ξεχωριστό έθνος, που η αυτοσυνείδησή του βασιζόταν κατά κύριο λόγο στην ιστορική του σύνδεση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Η πολιτισμική συλλογικότητα, βρισκόταν στη διαδικασία της μετάπλασης σε ηθική κοινότητα ελεύθερων και ίσων πολιτών.
Η διάπλαση της εθνικής συνείδησης συνδεόταν με την ανάπτυξη του κινήματος του Διαφωτισμού. Η πνευματική αυτή διαδικασία ισοδυναμούσε στην ουσία με μετάβαση προς τη νέα μορφή συλλογικής συνείδησης, που δεν ήταν άλλη από τη σύγχρονη αίσθηση της εθνικής ταυτότητας. Η νέα ταυτότητα βρήκε την έκφρασή της στον πόθο για πολιτισμική αλλαγή, στο μίσος για το δεσποτισμό, στην κριτική των υπαρκτών κοινωνικών δομών, στη δυσπιστία απέναντι στις κρατούσες δοξασίες και τέλος στο όραμα της ελευθερίας το οποίο προέβαλλε μια διαφορετική κοινωνία, όπου θα ανθοφορούσε ο νέος αυτοπροσδιορισμός [...].
Η έννοια του έθνους, που ενέπνεε τις προσπάθειές τους, ήταν εκείνη που είχε σφυρηλατηθεί από τη Γαλλική Επανάσταση, η οποία την είχε καθιερώσει ως εναλλακτική πηγή νομιμότητας στη θέση της νομιμότητας της παραδοσιακής τάξης πραγμάτων [...].
Μια ευκρινής πλέον ελληνική εθνική συνείδηση είχε εκτοπίσει την κοινή ορθόδοξη χριστιανική συνείδηση που οι Ρωμαίοι της Ανατολής είχαν κληρονομήσει από το Βυζάντιο. Ο προσδιορισμός της πολιτικής κοινότητας υπό το πνεύμα του πολιτικού ουμανισμού προβαλλόταν σε αντίθεση προς το ιεραρχικό προστατευτισμό της χριστιανικής μοναρχίας”.
Σημειωτέον ότι το βιβλίο αυτό είναι η διδακτορική του διατριβή στο Ηarvard που εγκρίθηκε το 1978, ενώ στην Ελλάδα κυκλοφορεί από το 1996.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΕΡΕΝΤΙΤΗΣ